Wednesday, November 21, 2007

Επί τόπου ποίησις ΙΙ

Η στιχουργική ασυδοσία εμού και του Ορφέως συνεχίζεται.

Ιδού:

"Το αίσθημά μου είναι μεγάλο,
θέλω στον κώλο να σ' το βάλω,
να σε γαμώ και να φωνάζεις
"Γκάβλα μου στ' άστρα μ' ανεβάζεις!"."

~

"Η σχέση μας είναι θρησκεία,
το σεξ δεν είναι αμαρτία,
κι η σηκωμένη μου ψωλή
κοιτάει προς την ανατολή."

~

"Έλαβα χτες ένα ημαίηλ για χάπι μαγικό,
θα κάνει λέει τον πούτσο μου μεγάλο και τρανό.
Τώρα που δε μ' αγάπαγες πικρά θα μετανοιώσεις,
τ' αγόρασα απ' το ημπαίϋ αβέρτα στις εκπτώσεις,
κι ευθύς ο πούτσος μου άναψε, φρικτός και τρομερός,
και τρέμει όταν σηκώνεται και γης και ουρανός."

~

{Μ' αρέσει αυτό που εικάζω πως θα νοιώσει κάποιος αν διαβάσει το σοβαρό μου ευλόγιον, και μετά διαβάσει τις συμμετοχές μου στις Τρελές.]

Sunday, November 11, 2007

Επί τόπου ποίησις

Μετά από πολύμηνη απουσία, δειλά-δειλά* επιστρέφω στις Τρελές, ή επιστρέφουν αυτές σε μένα - κάτι απ' τα δύο. Ή και τα δύο, τέλος πάντων.

Παραθέτω λοιπόν μερικά αυτοσχεδιαστικά στιχάκια που γεννήθηκαν σ' έναν παροξυσμό βλακείας εμού και του Ορφέως. Συνήθως γελούσαμε πολύ και δυσκολευόμασταν να τα απαγγείλουμε.

"Αν κάποια μέρα με αφήσεις, εγώ θα σε καταραστώ ποτέ σου να μην ξαναχύσεις αν δε γαμάς μικροαστό."

"Αν κάποια νύχτα στην αγάπη μου δώσεις εξιτήριο, θα σου σερβίρω το πρωί κορν-φλέικς με δηλητήριο."

"Αν ο μεγάλος σου έρωτας κομμάτια γίνει όλος, να πλυμμηρίσεις στο σκατό και να σ' ανοίξει ο κώλος."

"Το χέρι σου θα σου ζητώ, και θα κρατώ τουλίπες, γιατί εσύ μου χάρισες τις πιο ωραίες πίπες."

"Αγάπη μου πεθύμησα να σε γαμώ στον κώλο όπως παλιά το κάναμε κάθε πρωί στο μόλο."

"Τα μάτια σου τα όμορφα αν σ' τα γουρλώσει άλλη, θα σου τα βάλω να τα φας μ' ένα χρυσό κουτάλι."

~



*με πρώτη εμφάνιση στη συνεργασία με τη Ραψωδία που βρίσκεται στο post ακριβώς κάτω απ' αυτό

Thursday, November 8, 2007

Η Βροχή

«Σήμερα βρέχει και το προσέχω, άρα δεν μπορεί νά 'χει και τόσο άσχημο καιρό καθημερινά στην Ολλανδία. Ώρα για μπάφους», σκέφτηκε χαρούμενος, και πήγε στο σούπερ μάρκετ να αγοράσει μερικά ολλανδικά πατατάκια. Καλογυαλισμένα πατατάκια, λουσμένα στο φως της βροχερής μέρας. Το μόνο που έλλειπε ήταν το χαβιάρι κατσαρίδας – μικρά μικρά κατσαριδοαυγουλάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, συνεταγμένα και πατικωμένα όμορφα όμορφα μέσα σε ένα μικρό χαριτωμένο βαζάκι. «Θα πέσει και θα σπάσει αυτό το βαζάκι, όπως όλα τ' άλλα...» σκέφτηκε. Ανάμεσα σε αυτά όμως, ήταν και το πολυπόθητο αντικείμενο, κάτι που χρόνια τώρα δε μπόρεσε ποτέ να βγάλει απ’ το μυαλό του. Σκεφτόταν τα πατατάκια. Αλλά όχι μόνο αυτά. Επρόκειτο για ένα πανάρχαιο δημιούργημα, εξαιρετικής δύναμης κι ανεκτίμητης αξίας. ‘Κλινγκ-κλανγκ-ντινγκ’, έκαναν τα νομίσματα στα σακιά του μυαλού του. «Πρέπει να βγάλω επιτέλους αυτό το πράγμα απ το κεφάλι μου», σκέφτηκε. Θα μπορούσε να αγοράσει με αυτά ό,τι ήθελε, ακόμα και βάφλες. Τι υπέροχο γλυκό, είχε να φάει κάτι τέτοιο από τότε που ήταν μικρός και η μαμά του έφτιαχνε πρωινό για όλους. Αλλά πιο πολύ σκεφτόταν τις βάφλες που θα κρατούσε για τον εαυτό του. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί και οποιονδήποτε άλλο άλλωστε, έπρεπε να δράσει, κι έπρεπε να το κάνει γρήγορα. Περπατούσε και δεν πρόσεχε τον κόσμο γύρω του. Πολύ μεγάλη ατυχία, δε μπορούσε να το βρει πουθενά. Τελικά έχει κάτι περίεργο η βροχή σ' αυτή τη χώρα, μάλλον θα φταίνε τα πολλά ναρκωτικά.


Αποτέλεσμα δημιουργικής συνεδρίασης μεταξύ Αταλάντης και εμού.